Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Κόσμος των Ναρκωτικών στην Ελλάδα Έχει μια Ιστορία Εκατό Χρόνων

εικόνες από το βιβλίο του Δημήτρη Υφαντή «Τοξικομανία δι’ηρωίνης – Η χρήση ουσιών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου», Εκδόσεις Άγρα, 2017

Tο τέλος της δεκαετίας του 1980 άφηνε την ελληνική κοινή γνώμη σοκαρισμένη από τη «μάστιγα» των ναρκωτικών, που υποτίθεται πως είχε πέσει σαν κεραυνός εν αιθρία στο ελλαδικό έδαφος. Ακολούθησε η δεκαετία του 1990 με τα τηλεοπτικά παράθυρα να γεμίζουν από επιστήμονες ή παθόντες εξαρτημένους που προσπαθούσαν να εξηγήσουν το φαινόμενο και να επιχειρήσουν τον διαχωρισμό μεταξύ «εγκληματία» και «χρήστη». Μέχρι να φτάσουμε στο σήμερα και να συνηθίσουμε στην ιδέα πως τριγύρω μας υπάρχουν ναρκωτικά, χρήση, εξάρτηση και άνθρωποι που στρέφονται προς τα εκεί, πέρασε καιρός.



Στην πραγματικότητα, οι απαντήσεις που αναζητούμε στο ερώτημα «τι οδηγεί τους ανθρώπους στα ναρκωτικά» έρχονται από την αποϊστορικοποίηση των ουσιών και των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Μπορεί να είδαμε το φαινόμενο πιο καθαρά τη δεκαετία του '80 λόγω της μαζικότητάς του, όμως όπως λέει και ο Δημήτρης Υφαντής, συγγραφέας του βιβλίου Τοξικομανία δι' ηρωίνης- Η χρήση ουσιών στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου (εκδόσεις Άγρα) και Επιστημονικός Υπεύθυνος του Τμήματος Τεκμηρίωσης, Έρευνας και Εκπαίδευσης της Μονάδας Απεξάρτησης 18 Άνω, «χρήση ναρκωτικών υπήρχε από την αρχαιότητα».

Ο ίδιος εργάζεται στον τομέα των εξαρτήσεων εδώ και 30 χρόνια, ενώ η επίπονη έρευνα που έκανε για το βιβλίο του διήρκησε τρία χρόνια μέσα στα οποία επισκεπτόταν καθημερινά τα σκονισμένα και μπερδεμένα αρχεία του Δρομοκαΐτειου Θεραπευτηρίου, της Πανεπιστημιακής Κλινικής του Αιγινήτειου και του Δημόσιου Ψυχιατρείου (Δαφνί) προκειμένου να αντλήσει υλικό. Στο βιβλίο που επιχειρεί μια περιοδολόγηση της ιστορίας των ναρκωτικών και της εξάρτησης τονίζοντας πως «ο εξαρτημένος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τον χρόνο. Γι' αυτόν δεν υπάρχει ιστορικός χρόνος παρά μόνο στιγμές, συνήθως οι στιγμές με την ουσία. Ο χρόνος έχει σταματήσει, έχει παγώσει ή έχει ναρκωθεί. Το ενδιαφέρον είναι ότι ανάλογη στάση απέναντι στον χρόνο κρατούν η κοινωνία και οι θεσμοί της, καθώς δεν συνδέουν το φαινόμενο με την ιστορία, με αποτέλεσμα τη μονομερή προσέγγισή του».

Ο πρώτος εξαρτημένος


Ο Δημήτρης Κ. ήταν 29 ετών και γιατρός από τη Σμύρνη. Μπήκε στο Δρομοκαΐτειο την 13η Μαΐου του 1901 και ήταν ο πρώτος καταγεγραμμένος εξαρτημένος. Η πιστή μεταφορά χειρόγραφου ιατρικού ιστορικού της νοσηλείας του έχει μεταφερθεί μαζί με άλλων εξαρτημένων που είχαν εισαχθεί για νοσηλεία στο βιβλίο του Υφαντή. «Ουδέν νόσημα κατά την παιδικήν ηλικίαν έπαθε, είναι ευφυής, μνήμων ευγλωττίαν ιδία και αντίληψη μεγάλην αλλά ιδιότροπος λίαν, υπερήφανος, οιηματίας (αλαζόνας, φαντασμένος) και ιδία επιπόλαιος εις τας σκέψεις του εν γένει, υπερβολικός. Αρέσκεται εις τα φαντασιώδη και εκκεντρικά διό εκ μικράς ηλικίας, ηρέσκετο να αναγιγνώσκει διάφορα φιλοφοφικά συγγράμματα» έγραφαν οι γιατροί που τον παρατηρούσαν τότε. Ο Δημήτρης Κ. ήταν «παράφορος και ευέξαπτος», με το παραμικρό εναντιωνόταν στις παρατηρήσεις των γονιών του, ενώ μετά από ένα εξαετές φλερτ έκοψε τις φλέβες του για να εκβιάσει τον πατέρα του. Φοιτητής φαρμακολογίας ακόμη, έκανε πειράματα αντοχής στον εαυτό του με αρσενικό και όπιο, ενώ δοκίμασε να κάνει χρήση μορφίνης τον Σεπτέμβριο του 1895. Ως αίτιο γι' αυτή την κίνηση ανέφερε την αυπνία και την ψυχική του στεναχώρια.

Μέσα στο ιστορικό της νοσηλείας του αναφέρονται οι λεπτομέρειες του στερητικού του συνδρόμου: «Aφυπνίσθη τεταραγμένος ζητεί ένεσιν ήτο εν πλήρει διεγέρσει εβλαστήμα τους εσωκλείσαντας αυτόν έλεγε ότι άνευ μορφίνης δεν δύναται να ζήσει, προτιμά τον θάνατον, προσέκρουσε την κεφαλήν κατά του τοίχου, δεν δύναται, λέγει να υποφέρει τας βασάνους το, κατά την αγωνίαν του ταύτην ίδρωνε και έλεγεν ότι ο σφυγμός του καθίστατο άτακτος και ταχύνετο». Ο Δημήτρης Κ. βγήκε από το νοσοκομείο ως ιαθείς στις 24 Ιουνίου. Μόλις όμως βγήκε από το νοσοκομείο, αμέσως αγόρασε σύριγγα και μορφίνη για να ξανακάνει χρήση.

Η θεραπεία που χρησιμοποιούσαν


Η περίπτωση του Δημήτρη Κ. δεν ήταν η μόνη στην οποία ο εξαρτημένος έκανε χρήση ουσιών αμέσως μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο. Το δίλημμα «θεραπεία ή ποινή» υπήρχε από τότε ως συνέπεια του δίπολου «ασθενής» ή «εξαρτημένος». Στο βιβλίο αναφέρεται πως σχεδόν στην ολότητά τους, οι θεραπευτικές προτάσεις φθάνουν ως το στάδιο της σωματικής αποτοξίνωσης, κάνοντας εμφανή την αδυναμία διατύπωσης μεθόδου θεραπείας απεξάρτησης και ψυχολογικής υποστήριξης που χρειάζονταν οι χρήστες. «Γι' αυτούς που θεωρούσαν ότι είναι ελαφροί χρήστες μορφίνης και κοκαΐνης, τους κάλυπταν τις πρώτες μέρες με κάποια φαρμακευτικά που ήταν ηρεμιστικά, υπνωτικά κατά κύριο λόγο. Γι' αυτούς που έκριναν ότι κάνουν μεγαλύτερες ποσότητες, τους έδιναν μικρές μειούμενες δόσεις μορφίνης. Δηλαδή, ξεκινούσαν από 0,1 του γραμμαρίου με δύο ενέσεις την ημέρα και την κατέβαζαν στο 0,01. Στη δεύτερη εβδομάδα, τους έδιναν πάλι χλωράλη, ηρεμιστικά και υπνωτικά. Ουσιαστικά, αυτό που έκαναν είναι ότι αντιμετώπιζαν το στερητικό σύνδρομο και μετά από 15-20 μέρες έλεγαν "εξήλθε ιαθείς"», τονίζει ο Δημήτρης Υφαντής στο VICE σε ό,τι αφορά τις μεθόδους που χρησιμοποιούσαν για την απεξάρτηση.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ξεπεραστεί αφενός το στερητικό σύνδρομο, αλλά να αγνοηθεί πλήρως το ψυχολογικό κομμάτι της θεραπείας που χρειαζόταν ο εξαρτημένος. Οι ειδικοί της εποχής έβλεπαν το σύμπτωμα αλλά όχι τους λόγους που οδηγούσαν κάποιον στις ουσίες. Μας πήρε πολύ χρόνο να κατανοήσουμε πως ο κάθε εξαρτημένος χρησιμοποιεί κάποια ουσία επειδή έχει πολύ ιδιαίτερους ψυχολογικούς λόγους, διαφορετικούς από τους άλλους εξαρτημένους και δημιουργεί μαζί της μια πολύ ιδιαίτερη και προσωπική σχέση. Όπως μου εξηγεί ο κ. Υφαντής, «Αυτός είναι ο λόγος που αμέσως μετά υπήρχαν επανεισαγωγές. Δηλαδή, το ίδιο πρόσωπο μπορείτε να το δει κανείς πάρα πολλές φορές στα τρία τουλάχιστον ψυχιατρεία που έκανα την έρευνα, διότι υπήρχαν ιδιωτικές κλινικές και άλλοι χώροι που υποδέχονταν τους εξαρτημένους. Οι περισσότεροι βέβαια είχαν περάσει από τα ψυχιατρεία όπου έχει γίνει η έρευνα. Και συναντάει κανείς επανεισαγωγές επανειλημμένα. Δηλαδή, το ίδιο πρόσωπο μπορεί να το δει κανείς μια φορά στο Αιγινήτειο, μια φορά στο Δρομοκαΐτειο και πέντε φορές στο Δαφνί. Υπήρχαν άτομα που για μια εικοσαετία τουλάχιστον μπαινόβγαιναν στα ιδρύματα, ενώ στο Δαφνί έμπαιναν κυρίως εκείνοι που ήταν άποροι. Βέβαια υπάρχουν και κάποια στοιχεία από ανθρώπους που συναντάμε το 1930 ως τοξικομανείς της ηρωίνης, τους συναντάμε τη δεκαετία του '80 στο Δαφνί ως αλκοολικούς σε ηλικίες πάρα πολύ μεγάλες, κάποιους απ' αυτούς τους είχα γνωρίσει σε ηλικία πάνω από 70 ετών. Υποκατέστησαν δηλαδή τις ουσίες με το αλκοόλ διότι δεν υπήρχαν ουσίες και ζήτηση».

Η «γυναικεία τοξικομανία», του τότε και του σήμερα


«Σε αναλογία ανδρών και γυναικών, τι ποσοστά είχαμε από γυναίκες χρήστριες στο παρελθόν;», ρωτώ τον κ. Υφαντή. «Γυναίκες χρήστριες ηρωίνης, μορφίνης και κοκαΐνης, διότι κάποτε υπήρχε και η κρυφή τοξικομανία που υπάρχει και σήμερα για τις γυναίκες. Εδώ θα έλεγα πως υπάρχει ένα ζήτημα γενικότερο που έχει να κάνει με τη θέση της γυναίκας. Αυτό ισχύει και σήμερα. Σήμερα υπολογίζουμε ότι οι εξαρτημένες γυναίκες είναι περίπου το 40%, όμως αυτές που απευθύνονται σε κάποιο κέντρο θεραπείας δεν ξεπερνούν το 20%. Φανταστείτε ότι στο 18 Άνω που υπάρχουν ειδικά προγράμματα για γυναίκες και για μητέρες τοξικομανείς με τα παιδιά τους, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνάει το 20%. Σε άλλα προγράμματα είναι πιο χαμηλό. Και όλο αυτό έχει να κάνει με τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία γενικότερα».

«Ακόμη και σήμερα πολλαπλασιάζονται οι διακρίσεις που αφορούν τις γυναίκες, συν ότι απ' αυτό που μας δείχνει η κλινική εμπειρία είναι ότι οι γυναίκες είναι πιο κακοποιημένες σε όλα τα επίπεδα σε σχέση με τους άνδρες. Όχι ότι εκεί είναι καλύτερα τα πράγματα, αλλά βλέπουμε ότι υπάρχουν διακρίσεις ανάμεσα σε εξαρτημένους και εξαρτημένες. Στον μεσοπόλεμο βλέπουμε ότι στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Αιγινητείου, το ποσοστό των γυναικών είναι 25%. Εκεί πήγαιναν τα μεσαία και ανώτερα στρώματα εθισμού. Αν πάμε στο Δρομοκαΐτειο, βλέπουμε ότι αυτός ο αριθμός πέφτει και εκεί που είναι τα φτωχά πλέον στρώματα. Αν κάνουμε όμως μια άθροιση των ποσοστών εκείνης της εποχής, θα δούμε ότι το ποσοστό των γυναικών είναι πολύ χαμηλό. Γνωρίζουμε όμως -κι εγώ το γνωρίζω από μαρτυρίες- ότι υπήρχαν εξαρτημένες γυναίκες κυρίως από φαρμακευτικά. Ένας ψυχίατρος μου έλεγε ότι είχε μια γυναίκα η οποία ήτα ασπιρινομανής. Και βέβαια υπήρχαν κι άλλες ουσίες που χρησιμοποιούσαν όπως ο αιθέρας. Νομίζω, τότε, η «γυναικεία τοξικομανία» ήταν πολύ πιο κρυφή απ' ό,τι σήμερα».

Η τέχνη και οι ουσίες στην περίοδο του Μεσοπολέμου

Η χρήση και η εξάρτηση από ουσίες κατά τοn Μεσοπόλεμο δεν θα μπορούσε να αφήσει αδιάφορη την τέχνη. Αυτό αποτυπώνεται στις καλλιτεχνικές δημιουργίες της εποχής με τις μεγαλύτερες αναφορές σε ουσίες να συναντώνται στο τραγούδι. «Πριν το κορμί μου να ποτίσει η κοκαΐνη, το κρασί και η βρωμιά/είχε η καρδιά μου αγαπήσει όπως αγάπησε η κάθε μια», τραγουδούσε ήδη από το 1930 η Σοφία Βέμπο σε παραστάσεις. Ένα τραγούδι που έμενε απαγορευμένο για πολλά χρόνια λόγω του ιδιαίτερου στίχου και των αναφορών στις ουσίες. Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο του Δημήτρη Υφαντή, «Κατόπιν πολυετούς έρευνας, προκύπτει πως τα τραγούδια του Μεσοπολέμου με αναφορές στις ουσίες ανέρχονται μαζί με τις επανεκτελέσεις και τις παραλλαγές περίπου στα 340». Στην πλειονότητά τους, τα τραγούδια που ήταν σχετικά με τις ουσίες, αναφέρονται στο χασίς και μιλούν για την παρανομία, τις διώξεις, τη φυλακή, για τις αντιπαραθέσεις με την αστυνομία αλλά και για την υποκρισία κοινωνίας-εξουσίας που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Με τον δικό τους τρόπο, οι συγκεκριμένες ομάδες καλλιτεχνών εξέφρασαν την κοινωνική διαφωνία. Χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένο ιδεολογικό υπόβαθρο, η χρήση χασίς και το ρεμπέτικο λειτούργησαν συμβολικά περισσότερο συμβολικά εμπρός στις πραγματικές κοινωνικές συγκρούσεις που έβαλαν χώρα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου...(vice)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου